- κορδαΐτης
- ο(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γυμνοσπέρμων που αποτελεί τον κυριότερο αντιπρόσωπο τής τάξης κορδαϊτώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cordaites από το επώνυμο τού Βοημού βοτανολόγου Αugust K. J. Corda + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.